- γαυρωμα
- γαύρωμα-ατος τό предмет гордости, слава
κενὸν γ. Eur. — тщеславие
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κενὸν γ. Eur. — тщеславие
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γαύρωμα — subject for boasting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαύρωμα — το (Α) αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ* είναι μεταγενέστερο] … Dictionary of Greek
γαύρωμ' — γαύρωμα , γαύρωμα subject for boasting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)